εκκενωτικός

εκκενωτικός
-ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκένωση, που κάνει την εκκένωση: Εκκενωτικά φάρμακα (τα καθαρτικά).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκκενωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εκκένωση ή τήν πραγματοποιεί («εκκενωτικά όργανα») …   Dictionary of Greek

  • ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”